prop-el:quote
|
- ««Ἑσπέρα μὲν γὰρ ἦν, ἧκε δ’ ἀγγέλλων τις ὡς τοὺς πρυτάνεις ὡς Ἐλάτεια κατείληπται. καὶ μετὰ ταῦθ’ οἱ μὲν εὐθὺς ἐξαναστάντες μεταξὺ δειπνοῦντες τούς τ’ ἐκ τῶν σκηνῶν τῶν κατὰ τὴν ἀγορὰν ἐξεῖργον καὶ τὰ γέρρ’ ἐνεπίμπρασαν, οἱ δὲ τοὺς στρατηγοὺς μετεπέμποντο καὶ τὸν σαλπικτὴν ἐκάλουν· καὶ θορύβου πλήρης ἦν ἡ πόλις. τῇ δ’ ὑστεραίᾳ, ἅμα τῇ ἡμέρᾳ, οἱ μὲν πρυτάνεις τὴν βουλὴν ἐκάλουν εἰς τὸ βουλευτήριον, ὑμεῖς δ’ εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἐπορεύεσθε, καὶ πρὶν ἐκείνην χρηματίσαι καὶ προβουλεῦσαι πᾶς ὁ δῆμος ἄνω καθῆτο. καὶ μετὰ ταῦτα ὡς ἦλθεν ἡ βουλὴ καὶ ἀπήγγειλαν οἱ πρυτάνεις τὰ προσηγγελμέν’ ἑαυτοῖς καὶ τὸν ἥκοντα παρήγαγον κἀκεῖνος εἶπεν, ἠρώτα μὲν ὁ κῆρυξ «τίς ἀγορεύειν βούλεται;» παρῄει δ’ οὐδείς. πολλάκις δὲ τοῦ κήρυκος ἐρωτῶντος οὐδὲν μᾶλλον ἀνίστατ’οὐδείς, ἁπάντων μὲν τῶν στρατηγῶν παρόντων, ἁπάντων δὲ τῶν ῥητόρων, καλούσης δὲ [τῆς κοινῆς] τῆς πατρίδος τὸν ἐροῦνθ’ ὑπὲρ σωτηρίας· ἣν γὰρ ὁ κῆρυξ κατὰ τοὺς νόμους φωνὴν ἀφίησι, ταύτην κοινὴν τῆς πατρίδος δίκαιον ἡγεῖσθαι. καίτοι εἰ μὲν τοὺς σωθῆναι τὴν πόλιν βουλομένους παρελθεῖν ἔδει, πάντες ἂν ὑμεῖς καὶ οἱ ἄλλοι Ἀθηναῖοι ἀναστάντες ἐπὶ τὸ βῆμ’ ἐβαδίζετε· πάντες γὰρ οἶδ’ ὅτι σωθῆναι αὐτὴν ἐβούλεσθε» § 169-170
Μετάφραση
«Ήταν πλέον βράδυ, όταν έφτασε αγγελιαφόρος, φέρνοντας στους πρυτάνεις την είδηση πως η Ελάτεια είχε καταληφθεί. Εκείνη τη στιγμή δειπνούσαν, αλλά σηκώθηκαν αμέσως από το τραπέζι, μερικοί έδιωξαν από τις σκηνές της αγοράς τους πωλητές κι έκαψαν τα παραπήγματα, ενώ άλλοι συγκέντρωσαν τους στρατηγούς και διέταξαν να έρθει σαλπιγκτής. Η αναστάτωση απλώθηκε σε ολόκληρη την πόλη. Το χάραμα της επομένης, οι πρυτάνεις συγκάλεσαν τη βουλή στο βουλευτήριο και εσείς πήγατε στην εκκλησία του δήμου. Μετά ο κήρυκας ρώτησε: «Ποιος θέλει να μιλήσει: Κανείς όμως δεν ανέβαινε στο βήμα. Ο κήρυκας επανέλαβε την ερώτηση πολλές φορές, αλλά και πάλι κανείς δεν σηκώθηκε, μολονότι ήταν παρόντες όλοι οι στρατηγοί και οι ρήτορες και η πατρίδα καλούσε τον άνδρα που θα μιλούσε για τη σωτηρία της. Διότι δίκαια μπορούμε να θεωρήσουμε τη φωνή, που υψώνει ο κήρυκας σύμφωνα με τους νόμους, φωνή της πατρίδας». § 169-170. (el)
- ««Ἑσπέρα μὲν γὰρ ἦν, ἧκε δ’ ἀγγέλλων τις ὡς τοὺς πρυτάνεις ὡς Ἐλάτεια κατείληπται. καὶ μετὰ ταῦθ’ οἱ μὲν εὐθὺς ἐξαναστάντες μεταξὺ δειπνοῦντες τούς τ’ ἐκ τῶν σκηνῶν τῶν κατὰ τὴν ἀγορὰν ἐξεῖργον καὶ τὰ γέρρ’ ἐνεπίμπρασαν, οἱ δὲ τοὺς στρατηγοὺς μετεπέμποντο καὶ τὸν σαλπικτὴν ἐκάλουν· καὶ θορύβου πλήρης ἦν ἡ πόλις. τῇ δ’ ὑστεραίᾳ, ἅμα τῇ ἡμέρᾳ, οἱ μὲν πρυτάνεις τὴν βουλὴν ἐκάλουν εἰς τὸ βουλευτήριον, ὑμεῖς δ’ εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἐπορεύεσθε, καὶ πρὶν ἐκείνην χρηματίσαι καὶ προβουλεῦσαι πᾶς ὁ δῆμος ἄνω καθῆτο. καὶ μετὰ ταῦτα ὡς ἦλθεν ἡ βουλὴ καὶ ἀπήγγειλαν οἱ πρυτάνεις τὰ προσηγγελμέν’ ἑαυτοῖς καὶ τὸν ἥκοντα παρήγαγον κἀκεῖνος εἶπεν, ἠρώτα μὲν ὁ κῆρυξ «τίς ἀγορεύειν βούλεται;» παρῄει δ’ οὐδείς. πολλάκις δὲ τοῦ κήρυκος ἐρωτῶντος οὐδὲν μᾶλλον ἀνίστατ’οὐδείς, ἁπάντων μὲν τῶν στρατηγῶν παρόντων, ἁπάντων δὲ τῶν ῥητόρων, καλούσης δὲ [τῆς κοινῆς] τῆς πατρίδος τὸν ἐροῦνθ’ ὑπὲρ σωτηρίας· ἣν γὰρ ὁ κῆρυξ κατὰ τοὺς νόμους φωνὴν ἀφίησι, ταύτην κοινὴν τῆς πατρίδος δίκαιον ἡγεῖσθαι. καίτοι εἰ μὲν τοὺς σωθῆναι τὴν πόλιν βουλομένους παρελθεῖν ἔδει, πάντες ἂν ὑμεῖς καὶ οἱ ἄλλοι Ἀθηναῖοι ἀναστάντες ἐπὶ τὸ βῆμ’ ἐβαδίζετε· πάντες γὰρ οἶδ’ ὅτι σωθῆναι αὐτὴν ἐβούλεσθε» § 169-170
Μετάφραση
«Ήταν πλέον βράδυ, όταν έφτασε αγγελιαφόρος, φέρνοντας στους πρυτάνεις την είδηση πως η Ελάτεια είχε καταληφθεί. Εκείνη τη στιγμή δειπνούσαν, αλλά σηκώθηκαν αμέσως από το τραπέζι, μερικοί έδιωξαν από τις σκηνές της αγοράς τους πωλητές κι έκαψαν τα παραπήγματα, ενώ άλλοι συγκέντρωσαν τους στρατηγούς και διέταξαν να έρθει σαλπιγκτής. Η αναστάτωση απλώθηκε σε ολόκληρη την πόλη. Το χάραμα της επομένης, οι πρυτάνεις συγκάλεσαν τη βουλή στο βουλευτήριο και εσείς πήγατε στην εκκλησία του δήμου. Μετά ο κήρυκας ρώτησε: «Ποιος θέλει να μιλήσει: Κανείς όμως δεν ανέβαινε στο βήμα. Ο κήρυκας επανέλαβε την ερώτηση πολλές φορές, αλλά και πάλι κανείς δεν σηκώθηκε, μολονότι ήταν παρόντες όλοι οι στρατηγοί και οι ρήτορες και η πατρίδα καλούσε τον άνδρα που θα μιλούσε για τη σωτηρία της. Διότι δίκαια μπορούμε να θεωρήσουμε τη φωνή, που υψώνει ο κήρυκας σύμφωνα με τους νόμους, φωνή της πατρίδας». § 169-170. (el)
|